κραταιώς

κραταιώς
(AM κραταιῶς)
επίρρ. βλ. κραταιός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κραταιῶς — κραταιός strong adverbial κραταιόω strengthen pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταίως — κραταιόω strengthen imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… …   Dictionary of Greek

  • σκηπτροκρατώ — έω, ΜΑ 1. φέρω, κρατώ σκήπτρο 2. συνεκδ. βασιλεύω («σκηπτροκρατῆσαι κραταιῶς γῆς πάσης καὶ θαλάσσης», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆπτρον + κρατῶ] …   Dictionary of Greek

  • ՈՒԺԳԻՆ — ( ) NBH 2 0540 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 13c ա. ἱσχυρός, κραταιός fortis, robustus σφοδρός , σφοδρότερος vehemens, ntior; gravis, nimius πολύς multus συχνός, πυκνός creber, frequens. Ուր կայցէ ոյժ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍԱՍՏԿԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0697 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c ա. σφοδρότερος, ον vehementior, tius ἱσχυρότερος fortior. կարի կամ առաւել սաստիկ. *Բարբառ սաստկագոյն քան զորոտմանն. Եւս. քր. ՟Ա: *Սաստկագոյնք քան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”